- χωριάζω
- Α [χώρα / χωρίζω](μόνον το απρμφ. μέσ. ενεστ.) (κατά τον Ησύχ.) «χωριάζεσθαιλέγειν».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσχωριάζον — πρόσ χωριάζω pres part act masc voc sg πρόσ χωριάζω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωριάζει — ἐν χωριάζω pres ind mp 2nd sg ἐν χωριάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωριάζοντα — ἐν χωριάζω pres part act neut nom/voc/acc pl ἐν χωριάζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχωριάζων — ἀπό χωριάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωριάζων — ἐν χωριάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)